Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηρίωσις — θηρίωσις, ἡ (Α) [θηριώ] μεταβολή σε θηρίο, μεταμόρφωση σε θηρίο … Dictionary of Greek
θηριώσεως — θηριώσεω̆ς , θηρίωσις turning into a beast fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)